- ενδυνάμωμα
- το1. ενίσχυση2. το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η ενίσχυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενίσχυση — η (Μ ένίσχυσις) [ενισχύω] βοήθεια, βοήθημα, ισχυροποίηση, ενδυνάμωμα νεοελλ. 1. στήριγμα, υποστήριγμα («η στέγη χρειάζεται ενίσχυση») 2. πρόσθετη αποστολή βοηθητικού σώματος στρατού 3. συνεκδ. τμήμα στρατού που ακολουθεί σε μικρή απόσταση τη… … Dictionary of Greek
ζωογόνηση — η 1. ενδυνάμωμα: Ζωογόνηση του πόθου της λευτεριάς. 2. ενθάρρυνση: Ζωογόνηση του ηθικού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισχυροποίηση — η ενίσχυση, ενδυνάμωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)